- χοινικιαῖος
- χοινικ-ιαῖος, α, ον,A made from a choenix-measure of flour,
πόπανον IG22.1367.3
, al.; ἐλατήρ ib.1237.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πόπανον IG22.1367.3
, al.; ἐλατήρ ib.1237.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοινικιαίος — αία, ον, Α αυτός που περιέχει μία χοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖνιξ, χοίνικος + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek